κακοστόμαχος — having a sensitive stomach masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοστόμαχος — η, ο 1. (για ανθρώπους), που έχει ελαττωματικό στομάχι, που υποφέρει από το στομάχι του. 2. (για τροφές), που προξενεί δυσπεψία, δυσκολοχώνευτος. 3. μτφ., που προκαλεί σε άλλον ψυχική στενοχώρια, που του κάθεται στο στομάχι: Μου έχει γίνει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοστομαχώτερον — κακοστόμαχος having a sensitive stomach masc acc comp sg κακοστόμαχος having a sensitive stomach neut nom/voc/acc comp sg κακοστόμαχος having a sensitive stomach adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοστόμαχον — κακοστόμαχος having a sensitive stomach masc/fem acc sg κακοστόμαχος having a sensitive stomach neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοστομαχώτερα — κακοστόμαχος having a sensitive stomach neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοστομαχώτεραι — κακοστόμαχος having a sensitive stomach fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοστομαχώτερος — κακοστόμαχος having a sensitive stomach masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοστομάχοις — κακοστόμαχος having a sensitive stomach masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοστομάχου — κακοστόμαχος having a sensitive stomach masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοστομάχους — κακοστόμαχος having a sensitive stomach masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)